ηλεκτροκαρδιοσκόπιο

ηλεκτροκαρδιοσκόπιο
το
ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για να προβληθούν σε οθόνη οι καμπύλες που δίνει ο ηλεκτροκαρδιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardioscope < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + cardioscope < cardio- (πρβλ. καρδιά) + -scope (πρβλ. -σκοπιο < -σκοπός < σκοπός < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”